- ἀπόγυον
- ἀπόγυον, τό,A mooring cable, Poll.1.93 (v.l.); cf.
ἐπίγυον, ἀπόγειος 2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίγυον, ἀπόγειος 2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόγυα — ἀπόγυον mooring cable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)